- ἀποπίπτει
- ἀποπί̱πτει , ἀποπίπτωfall off frompres ind mp 2nd sgἀποπί̱πτει , ἀποπίπτωfall off frompres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъпадати — ОТЪПАДА|ТИ (48), Ю, ѤТЬ гл. 1.Отпадать, отваливаться; падать: ˫ако листвиѥ ѿпадаѥмъ. (πίπτομεν) ФСт XIV/XV, 13в; отъпадаѥть въ ˫аму (ἀποπίπτει) Там же, 177в; || перен. Прич. в роли с.: падани˫а въ зълобѹ ѿпадающиихъ. (τῶν… ἀποῤῥεόντων) КЕ XII,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κεχρί — Κοινή ονομασία φυτών του γένους πανικό (Panicum), της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Στην Πελοπόννησο ονομάζεται βουρί και στη Μακεδονία μπερνίτσα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως το πανικό το μιλιόμορφο (Panicum miliaceum). Η… … Dictionary of Greek
λέπι — το (AM λέπιον, Μ και λέπιο) μικρό πετάλιο επιδερμίδας αποτελούμενο από συνεχόμενα κύτταρα κεράτινης στιβάδας το οποίο αποπίπτει σε διάφορες καταστάσεις, περισσότερο ή λιγότερο παθολογικές, όπως είναι οι υπερκερατώσεις ή η πιτυρίδα νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
φολίδα — η / φολίς, ίδος, ΝΜΑ, και φωλίς Α 1. καθένα από τα μικρά οστρακοειδή πετάλια που καλύπτουν το σώμα τών ερπετών και τών ψαριών, λέπι 2. μικρή μεταλλική πλάκα με την οποία καλύπτουν την επιφάνεια διαφόρων αντικειμένων νεοελλ. 1. μεταλλικό έλασμα 2 … Dictionary of Greek